- κατέσσυτο
- κατέσσυτο: see κατασεύομαι.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
κατέσσυτο — κατασεύομαι rush down along imperf ind mid 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατασεύομαι — (Α) 1. φέρομαι ή ορμώ προς τα κάτω («κῡμα κατέσσυτο καλὰ ῥέεθρα», Ομ. Ιλ.) 2. ορμώ εναντίον κάποιου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σεύομαι «ορμώ»] … Dictionary of Greek